Φόρτωση...

Αρθρα / Νεα / Blog.

Προσφυγή για ΕΦΑΠΑΞ παροχή

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΠΡΟΣΦΥΓΗ

 

Του ..........., κατοίκου ....... Αττικής, οδός .........., κατόχου ΑΦΜ .........

 

ΚΑΤΑ

 

1. Της υπ’ αριθ. ......... απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ), επί της υπ’ αριθ. ............. ενστάσεώς μου κατά της υπ’ αριθ. ....... απόφασης Διευθύντριας της Β’ Διεύθυνσης Εφάπαξ Παροχών του Τομέα Πρόνοιας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων του τέως ΤΠΔΥ (Α’ Δ/νση Εφ. Παρ.), με έδρα την Αθήνα, οδός Σταδίου αριθ. 31, όπως νομίμως εκπροσωπείται.

2. Του υπ’ αριθ. ............ επικυρωμένου αποσπάσματος πρακτικών της υπ’ αριθ. ........... Συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΤΕΑΕΠ, επί της υπ’ αριθ. ......... ενστάσεώς μου κατά της υπ’ αριθ. .......... απόφασης Διευθύντριας της Β’ Διεύθυνσης Εφάπαξ Παροχών του Τομέα Πρόνοιας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων του τέως ΤΠΔΥ (Α’ Δ/νση Εφ. Παρ.), με έδρα την Αθήνα, οδός Σταδίου αριθ. 31, όπως νομίμως εκπροσωπείται.

3. Κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης.

 

 

 

Δυνάμει της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. ........ απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ) και του υπ’ αριθ. ......... επικυρωμένου αποσπάσματος πρακτικών της υπ’ αριθ. ....... Συνεδρίασης του ως άνω Διοικητικού Συμβουλίου, που μου κοινοποιήθηκε, απορρίφθηκε η υπ’ αριθ. .......... ένστασή μου κατά της υπ’ αριθ. .......... απόφασης της Διευθύντριας της Β’ Διεύθυνσης Εφάπαξ Παροχών του Τομέα Πρόνοιας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων του τέως ΤΠΔΥ (Α’ Δ/νση Εφ. Παρ.).

 

Ειδικότερα, με την υπ’ αριθ. .......... απόφαση της Διευθύντριας της Β’ Διεύθυνσης Εφάπαξ Παροχών μου χορηγήθηκε εφάπαξ ασφαλιστική παροχή συνολικού ποσού δέκα επτά χιλιάδων εξακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (17.669,51€) λόγω συνταξιοδότησης, η οποία αναλύεται ως εξής:

Τρόπος υπολογισμού εφάπαξ ασφαλιστικής παροχής:

1) Μηνιαίο βοήθημα = 176,18€

2) Συντελεστής υπολογισμού = 110,00

3) Μηνιαίο βοήθημα Χ συντελεστή υπολογισμού = 176,18 Χ 110,00 = 19.379,80€ εφάπαξ ασφαλιστική παροχή.

4) Αφαίρεση ποσοστού 6,19% (άρθρο Πρώτο παρ. ΙΑ υποπ. ΙΑ. 5 ν. 4093/2012) = 1.199,61€ (19.379,80€ - 1.199,61€ = 18.180,19€).

5) Παρακράτηση οφειλόμενων εισφορών λόγω εξαγοράς στρατιωτικής θητείας = 510,68€ (18.180,19€ - 510,68€ = 17.669,51€).

Τελικό ποσό εφάπαξ ασφαλιστικής παροχής που μου χορηγήθηκε = 17.669,51€.

 

Κατά της ως άνω υπ’ αριθ. .......... απόφασης άσκησα εμπροθέσμως την υπ’ αριθ. .......... ένσταση, αιτούμενος την ακύρωσή της λόγω της μη αναγνώρισης της προϋπηρεσίας του ιδιωτικού τομέα, την οποία είχα επίσης εξαγοράσει, συνολικού χρόνου τεσσάρων (4) ετών, πέντε (5) μηνών και δέκα οκτώ (18) ημερών, γεγονός που συντέλεσε στον εσφαλμένο υπολογισμό της εφάπαξ ασφαλιστικής παροχής που δικαιούμουν και στην, κατ’ επέκταση, καταβολή σε εμένα μειωμένου ποσού εφάπαξ βοηθήματος από αυτό που θα έπρεπε να μου έχει καταβληθεί.

 

Συγκεκριμένα: α) Δυνάμει της υπ’ αριθ. ......... απόφασης του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) αναγνωρίστηκε ως συντάξιμος ο χρόνος της στρατιωτικής μου θητείας, ίσος με δύο (2) έτη, δύο (2) μήνες και μία (1) ημέρα, έναντι εξαγοράς ποσού χιλίων ενενήντα ενός ευρώ και δέκα τριών λεπτών (1.091,13€), το οποίο και κατέβαλα εφάπαξ.

β) Ομοίως, δυνάμει της υπ’ αριθ. ............ απόφασης του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) αναγνωρίστηκε ως συντάξιμος ο χρόνος της προϋπηρεσίας μου στον ιδιωτικό τομέα, ίσος με τέσσερα (4) έτη, πέντε (5) μήνες και δέκα οκτώ (18) ημέρες, έναντι εξαγοράς ποσού δύο χιλιάδων διακοσίων σαράντα έξι ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (2.246,53€), το οποίο, επίσης, κατέβαλα εφάπαξ.

 

Πλην όμως, κατά τον υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος που δικαιούμουν να πάρω, όπως αυτός αναλύθηκε ανωτέρω, δεν λήφθηκε υπόψη από την αρμόδια Διεύθυνση Εφάπαξ Παροχών –ως όφειλε- ο ως άνω συντάξιμος χρόνος προϋπηρεσίας μου στον ιδιωτικό τομέα (4 ετών, 5 μηνών και 18 ημερών), τον οποίο και είχα εξαγοράσει, αλλά μόνο ο συντάξιμος χρόνος της στρατιωτικής μου θητείας, με αποτέλεσμα να μου χορηγηθεί και καταβληθεί μειωμένο ποσό εφάπαξ.

 

Για το λόγο αυτό άσκησα την προαναφερθείσα ένστασή μου, επί της οποίας εκδόθηκαν οι συμπροσβαλλόμενες με την παρούσα προσφυγή μου απορριπτικές πράξεις, που δεν είναι νόμιμες και θα πρέπει να ακυρωθούν για τους νομικά και ουσιαστικά βάσιμους λόγους που εκθέτω κατωτέρω.

 

Α/ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

 

Σύμφωνα με τις συμπροσβαλλόμενες πράξεις η ένστασή μου απορρίφθηκε διότι:

«3. Σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του τέως ΤΑΔΚΥ (παρ. 1 του άρθρου 14 του ν.δ. 3894/1958 και της παρ. 7 του άρθρου 36 του ν.δ. 1/1968) για την καταβολή του εφάπαξ βοηθήματος, για όσους αποχώρησαν από την εργασία τους πριν την 31/8/2013 -όπως εγώ- είναι απαραίτητη η έκδοση απόφασης απονομής επικουρικής σύνταξης και το εφάπαξ βοήθημα είναι πολλαπλάσιο αυτής. Η υπ’ αριθ. ....... απόφαση του τέως ΕΤΕΑ για τον ανωτέρω ασφαλισμένο εκδόθηκε την 1/6/2016. Η υπηρεσία μας, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. πρωτ. .......... έγγραφό της ζήτησε από το ΕΤΕΑ (πρώην ΤΕΑΔΥ – ΤΑΔΚΥ) ακριβές αντίγραφο της αίτησής του για εξαγορά χρόνου ιδιωτικού τομέα προκειμένου να προσμετρηθεί ο χρόνος αυτός για τη χορήγηση εφάπαξ παροχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 του ν. 4331/2-7-2015. Το ΕΤΕΑ δεν έστειλε αίτηση, γιατί δεν υπήρχε και μας γνώρισε σύμφωνα με το υπ’ αριθ. πρωτ. .......... έγγραφό του ότι έγινε η εξαγορά για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος.

4. Την υπ’ αριθ. πρωτ. Φ.80020/47936/Δ.15/1068/10-7-2015 (ΑΔΑ: 6Υ87465Θ1Ω-ΨΥΜ) εγκύκλιο του ΥΠΕΚΑ, σχετικά με γνωστοποίηση ρυθμίσεων του άρθρου 33 του ν. 4331/2015 (Α’ 69), που αναφέρει:

«Σας γνωρίζουμε ότι στο ΦΕΚ 69/2.7.2015, τεύχος Α’, δημοσιεύτηκε ο νόμος 4331/2015 «Μέτρα για την ανακούφιση των Ατόμων με Αναπηρία (ΑμεΑ), την απλοποίηση της λειτουργίας των Κέντρων Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.ΠΑ.), καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής και συναφή ασφαλιστικά ζητήματα και άλλες διατάξεις», στο άρθρο 33 του οποίου περιλαμβάνεται ρύθμιση, η οποία προβλέπει την κατάργηση των διατάξεων του πρώην Ταμείου Πρόνοιας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ΤΑΔΚΥ) και της γενικότερης νομοθεσίας, όπως ισχύουν, που αφορούν στην αναγνώριση και εξαγορά χρόνου προϋπηρεσίας, εκτός αυτής του χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας, των ασφαλισμένων στον Τομέα Πρόνοιας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ΤΠΔΚΥ) του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ), κατά το μέρος που αφορούν τον Τομέα αυτό.

Συγκεκριμένα, από την έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής (2-7-2015) καταργείται η δυνατότητα αναγνώρισης και εξαγοράς χρόνου προϋπηρεσίας των ασφαλισμένων του Τομέα Πρόνοιας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ΤΠΔΚΥ) του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ), ενώ παραμένει σε ισχύ η δυνατότητα αναγνώρισης και εξαγοράς της στρατιωτικής υπηρεσίας.

Διευκρινίζεται ότι, όσες αιτήσεις αναγνώρισης και εξαγοράς προϋπηρεσίας έχουν κατατεθεί πριν από τη δημοσίευση του νόμου, εξετάζονται με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημερομηνία υποβολής τους».

 

Με βάση την ανωτέρω αιτιολογία προκύπτει σαφώς ότι η αίτησή μου για τη χορήγηση του εφάπαξ βοηθήματός μου και ο συνακόλουθος υπολογισμός αυτού εξετάστηκαν με βάση το άρθρο 33 του ν. 4331/2015. Πλην όμως, τόσο στην ίδια τη διάταξη του άρθρου 33 του ν. 4331/2015 (δεύτερο εδάφιο) όσο και στη διευκρινιστική εγκύκλιο που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του, ρητά ορίζεται ότι η επίμαχη διάταξη δεν έχει αναδρομική ισχύ και συγκεκριμένα ορίζεται ότι «από την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης καταργείται κάθε αντίθετη προς αυτήν διάταξη...».

 

Ειδικότερα, εγώ αποχώρησα από την Υπηρεσία μου στις ......... και ακολούθως, υπέβαλα την υπ’ αριθ. ............. αίτηση συνταξιοδότησης στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, προκειμένου να μου χορηγηθεί η κύρια σύνταξή μου, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ......... συνταξιοδοτική απόφαση. Αμέσως μετά, το Νοέμβριο του 2011 υπέβαλα την αίτησή μου για χορήγηση του εφάπαξ βοηθήματος που δικαιούμουν. Ακολούθως, το έτος 2014 υπέβαλα την υπ’ αριθ. πρωτ. ............... αίτηση στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) για την χορήγηση της επικουρικής μου σύνταξης, δυνάμει της οποίας μου απονεμήθηκε η εν λόγω σύνταξη με την υπ’ αριθ. ........... απόφαση του ΕΤΕΑ. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. .......... και ........... αποφάσεις του ΕΤΕΑ, δυνάμει της υπ’ αριθ. πρωτ. ........... αίτησής μου προχώρησε η διαδικασία της αναγνώρισης ως συντάξιμου και της εξαγοράς εκ μέρους μου του χρόνου στρατιωτικής μου θητείας και του χρόνου προϋπηρεσίας μου στον ιδιωτικό τομέα, αντίστοιχα. Αμέσως μετά τις τελευταίες αυτές αποφάσεις περί αναγνώρισης και εξαγοράς εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ............ απόφαση του ΕΤΕΑ για την επικουρική μου σύνταξη, για την οποία, όπως προανέφερα είχα υποβάλει αίτηση ήδη από το 2014. Τέλος, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ............ απόφαση της Δ/νσης Εφάπαξ Παροχών, η οποία φέρει αριθμό πρωτοκόλλου (αιτήσεως) .........

 

Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι όλη η διαδικασία συνταξιοδότησής μου και χορήγησης απασών των ασφαλιστικών μου παροχών είχε ήδη κινηθεί εκ μέρους μου πολύ πριν την έναρξη ισχύος του νόμου ............. και δη την 2/7/2015, οπότε και ο νόμος δημοσιεύτηκε. Το γεγονός, βέβαια, της πενταετούς καθυστέρησης έκδοσης των οριστικών αποφάσεων από τις αρμόδιες υπηρεσίες, προφανώς και δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά μου, αντιθέτως με επιβάρυνε, τόσο λόγω της πολυετούς καθυστέρησης αυτής καθαυτής όσο και λόγω της εσφαλμένης υπαγωγής μου σε νόμο που άρχισε να ισχύει πολύ μεταγενέστερα από την υποβολή των αιτήσεών μου.

 

Για το λόγο αυτό οι συμπροσβαλλόμενες πράξεις είναι μη νόμιμες και θα πρέπει να ακυρωθούν.   

 

Β/ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

 

Η αρχή της χρηστής διοίκησης επιβάλλει στα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής και καλόπιστης διοίκησης, ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων να αποφεύγονται οι ανεπιεικείς ή και δογματικές ερμηνείες και να διασφαλίζονται τα έννομα συμφέροντα του πολίτη. Στην προκειμένη περίπτωση, τα διοικητικά όργανα όχι μόνο προέβησαν σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, αλλά και ερμήνευσαν τη σχετική διάταξη και τη διευκρινιστική εγκύκλιο κατά τρόπο ανεπιεική και δογματικό, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν βλάβη στα έννομα συμφέροντά μου.

 

Ειδικότερα, στις 17/8/2016 μου κοινοποιήθηκε το υπ’ αριθ. πρωτ. ......... έγγραφο της Β’ Δ/νσης Εφάπαξ Παροχών του ΤΠΔΚΥ με θέμα «Εξόφληση οφειλής εξαγοράς», με το οποίο η εν λόγω υπηρεσία ζητούσε από το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) ακριβές αντίγραφο της αίτησής μου για την εξαγορά του χρόνου ιδιωτικού τομέα 4 ετών, 5 μηνών και 18 ημερών και της στρατιωτικής μου θητείας 2 ετών, 2 μηνών και 1 ημέρας που είχα εξαγοράσει και είχε ήδη αναγνωριστεί ως συντάξιμος για τον υπολογισμό της επικουρικής μου σύνταξης, προκειμένου να εξετάσει την προσμέτρηση του εν λόγω χρόνου για τη χορήγηση του εφάπαξ βοηθήματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 του ν. 4331/2015.

 

Σε απάντηση του ως άνω εγγράφου, στις 16/9/2016, το ΕΤΕΑ απέστειλε στο ΤΠΔΥ και αντιστοίχως μου κοινοποίησε το με αριθ. πρωτ. .......... έγγραφο με θέμα «Αίτηση αναγνώρισης χρόνου», με το οποίο γνωστοποιούσε στο ΤΠΔΥ ότι «η αναγνώριση του χρόνου ιδιωτικού τομέα πραγματοποιήθηκε για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, μολονότι ο ασφαλισμένος δεν είχε υποβάλει σχετικό αίτημα στην αρχική του αίτηση συνταξιοδότησης». Επίσης, ενημέρωνε ότι «σύμφωνα με το έγγραφο, αριθ. πρωτ. Φ800/26225/1757/25-2-2013 του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, στο πλαίσιο της χρηστής και καλόπιστης διοίκησης, θεωρείται ότι εμπεριέχεται το αίτημα της εξαγοράς ακόμα κι αν δεν έχουν συμπληρωθεί από τον αιτούντα οι αντίστοιχες ενδείξεις στο έντυπο της αίτησης ή έχει συμπληρωθεί η ένδειξη «όχι».

 

Τούτων δοθέντων, η Β’ Δ/νση Εφάπαξ Παροχών του ΤΠΔΥ, εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 33 του ν. 4331/2015, ως μη όφειλε, και ερμηνεύοντας εσφαλμένα τη διευκρινιστική εγκύκλιο που εκδόθηκε σχετικά με αυτή, καίτοι η περίπτωσή μου δεν υπαγόταν στο πεδίο εφαρμογής του επίμαχου άρθρου, τελικά με υπήγαγε στο ρυθμιστικό του πεδίο για το λόγο ότι δεν είχα καταθέσει ξεχωριστή αίτηση (!) περί αναγνώρισης και εξαγοράς του χρόνου προϋπηρεσίας μου στον ιδιωτικό τομέα. Με άλλα λόγια, αν και οι αιτήσεις μου είχαν υποβληθεί ήδη από το 2011 για την κύρια σύνταξη και το εφάπαξ και από το 2014 για την επικουρική και είχα ήδη καταβάλει τα ποσά για την εξαγορά του χρόνου στρατιωτικής θητείας και προϋπηρεσίας, η αρμόδια υπηρεσία Εφάπαξ Παροχών με υπήγαγε στη διάταξη του άρθρου 33 του ν. 4331/2015, προσμετρώντας μου μόνο το χρόνο στρατιωτικής θητείας, παρότι ο νόμος δεν είχε αναδρομική ισχύ, επειδή, δήθεν, δεν είχα υποβάλει ξεχωριστή αίτηση εξαγοράς!

 

Απ’ ό,τι, δηλαδή, αντιλήφθηκα η υπηρεσία παρερμήνευσε το τελευταίο εδάφιο της υπ’ αριθ. Φ.8/10-7-2015 διευκρινιστικής εγκυκλίου που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 33 του ν. 4331/2015 που λέει τα εξής: «Διευκρινίζεται ότι, όσες αιτήσεις αναγνώρισης και εξαγοράς προϋπηρεσίας έχουν κατατεθεί πριν από την δημοσίευση του νόμου, εξετάζονται με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημερομηνία υποβολής τους». Θεώρησε, δηλαδή, ότι για να εξεταστεί μια συνταξιοδοτική υπόθεση με βάση το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο θα πρέπει να έχει υποβληθεί ειδική, ξεχωριστή αίτηση αναγνώρισης και εξαγοράς της προϋπηρεσίας και δεν αρκεί η αίτηση συνταξιοδότησης που υποβλήθηκε, με βάση την οποία και κινήθηκε η διαδικασία της αναγνώρισης και διενεργήθηκε η εξαγορά, όπως συνέβη στην περίπτωσή μου. Η αληθής, ωστόσο, έννοια της διάταξης –και της εγκυκλίου- είναι απλά ότι το επίμαχο άρθρο δεν έχει αναδρομική ισχύ! Πλην όμως, ερμηνεύοντάς την κατά τον ανωτέρω, στρεβλό τρόπο η διοίκηση έθεσε, στην πραγματικότητα, μια επιπρόσθετη προϋπόθεση, η οποία δεν προβλέπεται στο άρθρο 33 του ν. 4331/2015 και δη την προϋπόθεση να έχει υποβληθεί ξεχωριστή αίτηση αναγνώρισης, προκειμένου να υπαχθεί κάποιος στο προγενέστερο του ως άνω νόμου ευνοϊκό νομοθετικό καθεστώς, προσδίδοντας ουσιαστικά, κατ’ αυτό τον τρόπο, στο άρθρο 33 αναδρομική ισχύ!

 

Είναι, ωστόσο, παγίως δεκτό πως οι εγκύκλιοι είναι πράξεις της διοίκησης που εξαντλούν τη δεσμευτική τους ισχύ μέσα στα πλαίσια της διοίκησης και σε καμία περίπτωση δεν εισάγουν δίκαιο. Πολλώ δε μάλλον δεν επιτρέπεται μια εγκύκλιος να παράγει αντίθετο δίκαιο απ’ αυτό που με σαφήνεια ορίζεται από το σχετικό νόμο, ούτε φυσικά να «αποσαφηνίζει»  το νόμο επί τα χείρω για τον διοικούμενο. Η δυσχερής ταμειακή κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων –λόγος για τον οποίο και έτυχε τοιαύτης εφαρμογής η επίμαχη διάταξη- αλλά και γενικότεροι δημοσιονομικοί λόγοι δεν μπορεί να δικαιολογήσουν την ανατροπή της νομιμότητας από τη διοίκηση με τον περιορισμό νομικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των διοικουμένων μέσω της εσφαλμένης εφαρμογής εγκυκλίων (βλ. έκθεση πεπραγμένων του Συνηγόρου του Πολίτη, 2011, Εγκύκλιοι έναντι Νόμων).

Περαιτέρω, θα πρέπει να επισημανθούν τα εξής:

α/ Το 2011 και το 2014 που υπέβαλα τις σχετικές αιτήσεις συνταξιοδότησης για κύρια και επικουρική σύνταξη, αλλά και για την εφάπαξ παροχή μου, ουδέποτε ερωτήθηκα, ούτε μου διευκρινίστηκε, αλλά ούτε και μου ζητήθηκε από κανέναν αρμόδιο υπάλληλο να υποβάλω ξεχωριστή και ειδική αίτηση για αναγνώριση και εξαγορά συντάξιμων χρόνων. Εξάλλου, στα ίδια τα έντυπα που συμπλήρωσα δεν υπήρχε σχετικό ερώτημα, ούτε «ένδειξη» την οποία θα μπορούσα να συμπληρώσω, όπως θα αποδείξω και ενώπιον του Δικαστηρίου Σας κατά την προσκομιδή αντιγράφων των αιτήσεών μου.

β/ Ξεχωριστή αίτηση εξαγοράς δεν υπέβαλα ούτε για την αναγνώριση της στρατιωτικής μου θητείας. Η διαδικασία της αναγνώρισης τόσο της στρατιωτικής μου θητείας όσο και της προϋπηρεσίας μου στον ιδιωτικό τομέα κινήθηκε αυτεπαγγέλτως από το ΕΤΕΑ. Αφ’ ης στιγμής, όμως, εγώ πράγματι κατέβαλα αμφότερα τα ποσά της εξαγοράς είναι παράλογο, άδικο και αντίθετο προς την αρχή της χρηστής διοίκησης να μην συνυπολογίζονται ανάλογα και για το εφάπαξ, κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας που ίσχυε πριν από το νόμο 4331/2015, στην οποία και θα έπρεπε να υπαχθώ.

γ/ Ο παράλογος και ανορθόδοξος τρόπος αντιμετώπισης της υπόθεσής μου καταδεικνύεται πολύ περισσότερα εάν σκεφτεί κανείς ότι, σε περίπτωση που η συνταξιοδοτική μου υπόθεση είχε διεκπεραιωθεί εγκαίρως και δη έως και το έτος 2014, οπότε και υπέβαλα την τελευταία αίτησή μου για επικουρική σύνταξη, θα είχε εξεταστεί με τις προηγούμενες διατάξεις και όχι με το νόμο 4331/2015 που εξετάστηκε. Το γεγονός, όμως, της μη έγκαιρης διεκπεραίωσης της υπόθεσης και της πολυετούς καθυστέρησης εκ μέρους της διοίκησης, για την οποία ουδόλως ευθύνομαι, καταλήγει τελικά εις βάρος μου, παρότι, μάλιστα, ο νόμος 4331/2015 δεν έχει αναδρομική ισχύ! Πραγματικός παραλογισμός! Πολλοί, μάλιστα, εκ των συναδέλφων μου που υπέβαλαν αιτήσεις μαζί με εμένα και απλά έτυχε να διεκπεραιωθούν οι υποθέσεις τους πριν τις 2/7/2015 (ημέρα δημοσίευσης του ν. 4331/2015) έλαβαν το συνολικό ποσό του εφάπαξ βοηθήματός τους που αναλογούσε στην εξαγορά της προϋπηρεσίας ιδιωτικού τομέα που είχαν κάνει!

 

Όλα τα ανωτέρω συνιστούν σαφή παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης εκ μέρους της Διεύθυνσης Εφάπαξ Παροχών του ΤΠΔΥ (νυν ΕΤΕΑΕΠ) και για το λόγο αυτό θα πρέπει ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις.

 

Γ/ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

 

Σύμφωνα με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, η διοίκηση δεν θα πρέπει να ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς τις προσδοκίες που η ίδια έχει δημιουργήσει προς τον διοικούμενο. Αυτό συμβαίνει όταν πχ αίρονται εκ των υστέρων, αιφνιδίως ή χωρίς προειδοποίηση, κίνητρα που προέβλεψε ο νόμος για να προκαλέσει ορισμένη συμπεριφορά του πολίτη ή όταν η συμπεριφορά της ίδιας της διοίκησης αντίκειται σε υποχρεώσεις ή επίσημες πληροφορίες των αρμοδίων αρχών ή πληροφορίες την χορήγηση των οποίων προβλέπει ο νόμος. Η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, την οποία τρέφει ο διοικούμενος έναντι της δημόσιας διοίκησης, συνίσταται στην εύλογη πεποίθηση που αυτός έχει διαμορφώσει, ότι μια πραγματική κατάσταση που τον αφορά θα συνεχιστεί και στο μέλλον με τον ίδιο τρόπο. Η αρχή αυτή δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη και τη διοίκηση να μην ανατρέπει παγιωμένες νομικές καταστάσεις, στη διατήρηση των οποίων ο διοικούμενος απέβλεψε καλόπιστα, ιδίως αν προσάρμοσε τη δράση του σε αυτές, ή τουλάχιστον να παρέχει μέσω μεταβατικών διατάξεων επαρκή χρόνο για να προσαρμοστεί ο διοικούμενος στην αλλαγή αυτή (βλ. 703/90 Πρακτικό Επεξεργασίας του Ε’ Τμήματος ΣτΕ Δ.Δίκη 1991, σελ. 379).

 

Να σημειωθεί δε, πως η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου έχει υπερνομοθετική ισχύ, είτε ως συνιστώσα του κράτους δικαίου είτε ως συνέπεια της προστασίας της ανθρώπινης αξίας (βλ. ΣτΕ 247/1980 που θεμελιώνει την υπερνομοθετική ισχύ της αρχής στο άρθρο 2 παρ. 1 Σ και ΣτΕ 805/1987 που δέχεται το «συνταγματικώς ανεπίτρεπτο» της παραβίασης της αρχής). Η αυξημένη τυπική ισχύ, ωστόσο, της αρχής πηγάζει και από το ενωσιακό δίκαιο, καθώς το Δικαστήριο της Ένωσης έχει ήδη από το 1978 κάνει δεκτό ότι η αρχή της εμπιστοσύνης «αποτελεί τμήμα της κοινοτικής έννομης τάξης, ούτως ώστε η παράβασή της να συνιστά παραβίαση της Συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και κάθε κανόνα σχετικού με την εφαρμογή της» (βλ. απόφαση Toepfer). Αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Ιχτιγιάρογλου κατά Ελλάδος, έκρινε ότι όχι μόνο θεμελιωμένα δικαιώματα αλλά και δικαιώματα προσδοκίας προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) μέσω της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη σε συνδυασμό με το δικαίωμα στην περιουσία.

 

Στην περίπτωσή μου, εγώ ως καλόπιστος ιδιώτης είχα δημιουργήσει την εύλογη πεποίθηση ότι οι αναγνωρίσεις και εξαγορές των συντάξιμων χρόνων, στις οποίες είχα προβεί, θα συνυπολογίζονταν και για τον προσδιορισμό του εφάπαξ βοηθήματός μου, όπως ακριβώς συνέβαινε πριν από την έναρξη ισχύος του άρθρου 33 του ν. 4331/2015, αφού και οι αντίστοιχες αιτήσεις που είχα υποβάλει και όλη εν γένει η διαδικασία διεκπεραίωσης των συνταξιοδοτικών μου παροχών είχε εκκινήσει και ήταν σε εξέλιξη από υπηρεσία σε υπηρεσία πολύ πριν από το νόμο αυτό. Εξάλλου, θα ήταν αδύνατο για εμένα, όταν υπέβαλα τις σχετικές αιτήσεις εν έτη 2011 και 2014, να γνωρίζω ή να έχω προβλέψει ότι θα επέλθει μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου το έτος 2015, που θα απαιτεί την κατάθεση εκ μέρους μου ξεχωριστής αίτησης αναγνώρισης της προϋπηρεσίας μου στον ιδιωτικό τομέα, προϋπόθεση για την οποία κανείς δεν με ενημέρωσε, ώστε να προβώ στις απαιτούμενες ενέργειες και να διασφαλίσω τα έννομα συμφέροντά μου. Αντιθέτως, με τις προσβαλλόμενες πράξεις της διοίκησης αιφνιδιάζομαι ως καλόπιστος ιδιώτης, καθώς αίρεται εκ των υστέρων μια πραγματική κατάσταση, η οποία με αφορούσε, είχε πάγια διαμορφωθεί επί πολλά έτη και στην οποία είχα προσαρμοστεί, καταβάλλοντας τα αντίστοιχα ποσά για την εξαγορά των συντάξιμων χρόνων μου, προκειμένου να μου καταβληθεί και το αντίστοιχο εφάπαξ! 

Δ/ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ

 

Στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α’ 256) και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».

 

Με το άρθρο αυτό κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην κατά τα ανωτέρω έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσης», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσης περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον δηλαδή υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους (ΕΔΔΑ αποφάσεις της 9.12.1994, Ελληνικά Διυλιστήρια Στραν και Στρατής Ανδρεάδης κατά Ελλάδος, σκ. 59 και της 19.6.2008 Ιχτιάρογλου κατά Ελλάδος σκ. 49-50). Τέτοια περίπτωση συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη σχετική νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων των συμβαλλομένων κρατών ή όταν έχει εκδοθεί υπέρ του προσφεύγοντος τελική εκτελεστή απόφαση εθνικού δικαστηρίου. Αντιθέτως, νόμιμη προσδοκία δεν υφίσταται όταν δεν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που θέτει η εσωτερική νομοθεσία για τη γένεση της σχετικής αξίωσης. Ενόψει των ανωτέρω, περιουσία κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ αποτελούν περαιτέρω και οι έναντι των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης αξιώσεις για τη χορήγηση κοινωνικοασφαλιστικών εν γένει παροχών (ΕΔΔΑ απόφαση της 14.12.1999, Αντωνακόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδος, της 28.3.2000 Γεωργιάδης κατά Ελλάδος, ΣτΕ 1022/2005). Και τούτο, ανεξαρτήτως του αν η χορήγηση μιας παροχής κοινωνικής προστασίας προϋποθέτει ή μη την προηγούμενη καταβολή εισφορών. Αρκεί ότι η νομοθεσία του συμβαλλόμενου κράτους προβλέπει, ως δικαίωμα, τη χορήγησή της και συντρέχουν για την καταβολή της οι προϋποθέσεις του νόμου (ΕΔΔΑ αποφάσεις της 18.2.2009 Andrejeva κατά Λετονίας σκ. 77, της 28.4.2009 Rasmussen κατά Πολωνίας σκ. 71). Τέτοιο δικαίωμα υφίσταται και στην περίπτωση κατά την οποία έχει αναληφθεί μία γενικότερη υποχρέωση για την καταβολή σύνταξης, υπό προϋποθέσεις που μπορεί να θεωρηθούν ότι αποτελούν μέρος της σύμβασης εργασίας, όπως στην περίπτωση συντάξεων δημοσίων υπαλλήλων (ΕΔΔΑ απόφαση της 9.7.2009 Zeibek κατά Ελλάδας σκ. 37).

 

Εν προκειμένω, το δικαίωμά μου για την χορήγηση του εφάπαξ βοηθήματός μου είχε ήδη θεμελιωθεί, αλλά και ασκηθεί από εμένα σύμφωνα με τις προβλεπόμενες εκ του νόμου διατάξεις, γι’ αυτό, εξάλλου, και μου καταβλήθηκε, πλην όμως όχι στο σύνολό του. Συνεπώς, η εφαρμογή του άρθρου 33 του ν. 4331/2015 στην περίπτωσή μου είχε ως αποτέλεσμα την μερική κατάργηση ήδη θεμελιωμένου περιουσιακού μου δικαιώματος κατά παραβίαση του δικαιώματος στη περιουσία που κατοχυρώνεται στην ΕΣΔΑ, όπως αναλύθηκε ανωτέρω.

 

Επειδή για όλους τους παραπάνω λόγους θα πρέπει να ακυρωθούν οι συμπροσβαλλόμενες πράξεις και να επανυπολογιστεί το ποσό του εφάπαξ βοηθήματος που δικαιούμαι να λαμβάνω, προσμετρουμένου και του αναγνωρισμένου ως συντάξιμου χρόνου προϋπηρεσίας μου στον ιδιωτικό τομέα, ίσου με 4 έτη, 5 μήνες και 18 ημέρες.

 

Επειδή η παρούσα προσφυγή μου είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής, φέρεται δε ενώπιον του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου δικαστηρίου.

 

Για τους λόγους αυτούς

Και για όσα επιφυλάσσομαι να προσθέσω κατά τη συζήτηση της παρούσας

Αιτούμαι

 

Να γίνει δεκτή η παρούσα προσφυγή μου.

 

Να ακυρωθούν οι συμπροσβαλλόμενες πράξεις της Διοίκησης και δη α/ η υπ’ αριθ. ........ απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ) και β/ το υπ’ αριθ. ........... επικυρωμένο απόσπασμα πρακτικών της υπ’ αριθ. ........ Συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΤΕΑΕΠ.

 

Να γίνει επανυπολογισμός του εφάπαξ βοηθήματος που δικαιούμαι να λαμβάνω, προσμετρουμένου και του αναγνωρισμένου ως συντάξιμου χρόνου προϋπηρεσίας μου στον ιδιωτικό τομέα, ίσου με 4 έτη, 5 μήνες και 18 ημέρες και να επανεκδοθεί απόφαση απονομής του εφάπαξ βοηθήματός μου στην οποία να συμπεριλαμβάνεται και ο ανωτέρω χρόνος, αφαιρουμένων των εισφορών που αναλογούν.

 

Να καταδικαστεί το αντίδικο στη δικαστική μου δαπάνη και δικηγορική αμοιβή.

 

Πληρεξούσια και αντίκλητο πάσης επιδόσεως διορίζω την υπογράφουσα δικηγόρο, Γαραντζιώτη Αννίτα-Θεώνη, κάτοικο Αθηνών, οδός Σιθωνίας 32-34 Αμπελόκηποι, κάτοχο ΑΜ/ΔΣΑ 35900.

 

Αθήνα 27/6/2017

Η πληρεξούσια δικηγόρος